- Ἰσθμιαστής
- Ἰσθμ-ιαστής, οῦ, ὁ,A spectator of the Isthmian games: Ἰσθμιασταί, οἱ, title of a play by Aeschylus.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ισθμιαστής — ἰσθμιαστής, οῡ, ὁ (Α) [ισθμιάζω] 1. θεατής τών Ισθμιακών αγώνων 2. στον πληθ. Ἰσθμιασταί τίτλος δράματος τού Αισχύλου που δεν διασώθηκε … Dictionary of Greek